Το βιβλίο πραγματεύεται ένα άγνωστο χόμπι, αλλά πολύ αγαπητό σε μερικούς ανθρώπους, που το ακολούθησαν με πάθος. Όλοι ξέρουμε τα περιστέρια, αυτά τα όμορφα πλάσματα που από την εποχή του Νώε μέχρι σήμερα μόνο συμπάθειες απέκτησαν και έγιναν σύμβολο της ειρήνης, της αθωότητας, της ομορφιάς και της ανθρωποφιλίας.
Δεν ασχολείται βέβαια με κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά με μια ιδιότητα που εμφανίστηκε σε μερικά, σαν αποτέλεσμα διαδοχικών διασταυρώσεων.
Πρόκειται για μια ράτσα περιστεριών που ανεβαίνουν πολύ ψηλά όταν πετάνε και από εκεί κλείνοντας τα φτερά τους πέφτουν προς τα κάτω με μεγάλη ορμή και θόρυβο, προσφέροντας εντυπωσιακό θέαμα σ’ αυτούς που τα βλέπουν.
Τα περιστέρια αυτά είναι γνωστά στη χώρα μας από την εποχή της τουρκοκρατίας. Οι Τούρκοι τα έλεγαν «ουτζίδικα», ονομασία που είναι και σήμερα γνωστή, αλλά οι περισσότεροι τα λένε «βούτες» και κάποιοι τα λένε «σαϊτες» ή «στούκας».
Κάποτε στον Πειραιά ένας περαστικός είδε δύο νέους σε μια αυλή να κοιτάνε ψηλά στον ουρανό. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε κι αυτός. Την ίδια στιγμή είδε να πέφτουν και να προσγειώνονται πολλά περιστέρια. Με έκπληξη σταυροκοπήθηκε, πλησίασε στα κάγκελα και ρώτησε: «τι είναί αυτά;» Οι νέοι του εξήγησαν και κείνος είπε: «Σαράντα χρόνια ναυτικός έχω γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο, έχουν δει τα μάτια μου τα μεγαλύτερα θεάματα, όμως αυτό το βλέπω για πρώτη φορά και είναι καταπληκτικό».
Άνθρωποι από όλες τις κοινωνικές ομάδες, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, πολιτικοί, αλλά κυρίως άνθρωποι του μόχθου, βρίσκουν καθημερινή ευχαρίστηση σ’ αυτό το χόμπι.
Ίσως να νομίσει κανείς ότι το αντικείμενο του βιβλίου είναι απλό και να παραξενευτεί για το ότι έγινε αντικείμενο συγγραφής. Διαβάζοντας όμως το περιεχόμενό του θα καταλάβει ότι πρόκειται για ένα θέμα πολύ δύσκολο, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μια μικρή επιστήμη. Ένας ξακουστός περιστεράς που δεν υπάρχει πια, έλεγε χαρακτηριστικά: Για να γίνεις επιστήμονας γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός, πρέπει να σπουδάσεις πέντε χρόνια και να εξασκήσεις το επάγγελμα άλλα τόσα. Για να μάθεις όμως τις βούτες καλά, δέκα χρόνια είναι πολύ λίγα.
Σκοποί του βιβλίου είναι να κάνει το χόμπι γνωστό σε περισσότερο κόσμο και να δώσει τη δυνατότητα σ’ αυτούς που θέλουν να ασχοληθούν, να το μάθουν γρήγορα και σωστά Κύριος στόχος όμως είναι να επισημάνει στους νέους μερικά αρνητικά πράγματα που έχει αυτό το χόμπι, για να τους προφυλάξει από τις καταστρεπτικές συνέπειες που μπορεί να έχει στην εξέλιξή τους, η ολοκληρωτική αφοσίωση σ’ αυτό. Η προσδοκία κέρδους δεν είναι στόχος, αφού το βιβλίο απευθύνεται σε πολύ λίγο κόσμο.
O συγγραφέας θα είναι ευτυχής αν το βιβλίο αυτό κατορθώσει να ανταποκριθεί στους στόχους του. Αλλά και αν δεν επιτευχθεί αυτό, ας παραμείνει στην ελληνική βιβλιογραφία ως ένα λαογραφικό στοιχείο μέσα στα τόσα που υπάρχουν για τις ασχολίες του λαού μας.
